μηκόθεν

μηκόθεν
μηκόθεν και μήκοθεν (ΑΜ)
επίρρ. από μακριά, μακρόθεν («ἀλώπηξ δὲ μηκόθεν στᾱσα ἔφη», Αισώπ. Μύθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆκος + επίρρμ. κατάλ. -όθεν (πρβλ. υψ-όθεν)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μηκόθεν — from afar indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • даль — ДАЛ|Ь (*), И с. Расстояние: онъ же ѹказа и мѣсто. и имѩ. въ инои странѣ и даль ѿ другы˫а. и абье ѿсланъ бы(с) во ѹзницю. (μηκόθεν) ПНЧ XIV, 116в …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • μήκος — Η απόσταση από το ένα άκρο ενός αντικειμένου έως το άλλο. Ακόμη ως μ. ορίζεται η μεγαλύτερη από τις δύο οριζόντιες διαστάσεις οποιουδήποτε σχήματος ή σώματος. * * * το (ΑΜ μῆκος, Α δωρ. τ. μᾱκος) 1. η έκταση ενός αντικειμένου από το ένα άκρο του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”